Όλο και περισσότερο παρατηρούμε την μεγάλη επιρροή που ασκούν οι νέες τεχνολογίες στον τομέα της εκπαίδευσης. Οι υπολογιστές, το δίκτυο World Wide Web, και η διαχυτικότητα που προσφέρει το Internet, έχει παρακινήσει πολλούς ερευνητές να εξετάσουν τις δυνατότητες και τις προκλήσεις που τυχόν να έχουν στο τομέα της παιδείας.
Την ώρα που στον υπόλοιπο κόσμο ο τεχνολογικός εξοπλισμός θεωρείται
απαραίτητος στην εκπαίδευση, οι νέες τεχνολογίες γίνονται μέσο διδασκαλίας και
οι μαθητές ενθαρρύνονται στη χρήση τους, στην καρδιά της Μέκκας της
Τεχνολογίας, το μολύβι, το χαρτί και το χάρτινο βιβλίο είναι τα μόνα εργαλεία
διδασκαλίας που κρίνονται αποδεκτά.
Πίσω από αυτήν την επιλογή κρύβεται η άποψη ότι σχολεία και υπολογιστές
είναι ασύμβατα μεταξύ τους. Περίπου 160 σχολεία στις Ηνωμένες Πολιτείες
ακολουθούν την ίδια φιλοσοφία. Η χρήση των υπολογιστών -εκτιμούν οι εμπνευστές
της- έχει αρνητικές συνέπειες στη φυσική δραστηριότητα, τη δημιουργική σκέψη,
την επικοινωνία ανάμεσα στους μαθητές, τη συγκέντρωση των παιδιών στο μάθημα.
«Δεν νομίζω ότι χρειάζεται κανείς την τεχνολογία για να μάθει γραμματική»,
δήλωνε στην εφημερίδα “Νιου Γιορκ Τάιμς” ένας εργαζόμενος της Σίλικον Βάλεϊ, τα
παιδιά του οποίου φοιτούν σε σχολείο όπου δεν υπάρχει ούτε ένας υπολογιστής και
το οποίο ακολουθεί την εκπαιδευτική μέθοδο του αυστριακού φιλόσοφου και
παιδαγωγού Ρούντολφ Στάινερ. «Η ιδέα ότι μια εφαρμογή του iPad μπορεί να
διδάξει καλύτερα τα παιδιά μου πώς να διαβάζουν ή να μάθουν ευκολότερα
αριθμητική είναι απλώς γελοία», προσθέτει ο ίδιος.
Αυτός ο πατέρας δεν είναι τόσο “τεχνοφοβικός” όσο θα πίστευε κανείς:
διαθέτει πτυχίο πληροφορικής, εργάζεται στην Google και δεν πηγαίνει πουθενά
χωρίς το iPad και το “έξυπνο” κινητό του. Η κόρη του, όμως, που πηγαίνει στην
πέμπτη τάξη του Δημοτικού, «δεν ξέρει πώς να χρησιμοποιήσει το Google». Ο γιός
του πηγαίνει στο Γυμνάσιο κι έχει μόλις αρχίσει να μαθαίνει.
Μαζί θα συμφωνούσαν και κάποιοι ειδικοί της εκπαίδευσης. Όπως υποστηρίζουν,
δεν έχει αποδειχθεί ότι η χρήση υπολογιστών και λοιπών τεχνολογικών γκάτζετς,
συνδέονται με τη βελτίωση των επιδόσεων των μαθητών.
Η παραδοσιακή μορφή διδασκαλίας θέλει τον εκπαιδευτικό να
βοηθάει το μαθητή να εσωτερικεύσει τη γνώση που προσφέρουν τα
σχολικά βιβλία, μια γνώση που παρουσιάζεται ως πιστή περιγραφή
μιας αμετάβλητης πραγματικότητας. Έμφαση δίνεται στο πως ο
μαθητής θα συλλάβει το τμήμα της πραγματικότητας που του
παραδίδεται έτοιμο (εξ’ ου και η «παράδοση του μαθήματος») -και
υποτίθεται ότι υπάρχει έξω απ’ αυτόν- και στο πως ο
εκπαιδευτικός θα εξαφανίσει τις αμφισημίες ή τα σκοτεινά σημεία,
μεταφέροντας την ίδια γνώση σε όλους τους μαθητές. Αυτό το είδος
διδασκαλίας είναι σε όλους μας πολύ οικείο και, αναμφισβήτητα,
απαραίτητο σε κάποιες περιπτώσεις (ο τρόπος που εξετάζονται οι
μαθητές στις Πανελλήνιες εξετάσεις, εξάλλου, ενθαρρύνει αυτού
του είδους τη διδασκαλία). Η τεχνολογία, σ’ αυτό το είδος
διδασκαλίας, μπορεί απλώς να συμβάλει σε μια πιο ελκυστική και
πλούσια παρουσίαση των πληροφοριών που συνθέτουν τη προσφερόμενη
γνώση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου